- ἀμφίθλασμα
- ἀμφί-θλασμα, [dialect] Ion. [suff] ἀμφί-φλασμα, ατος, τό,A bruise of the flesh round a spot, Hp.Art. 50.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφίθλασμα — ἀμφίθλασμα, το (Α) [ἀμφιθλῶμαι] πληγή, μώλωπας, μελανιά … Dictionary of Greek
ἀμφιθλασμάτων — ἀμφίθλασμα bruise neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιθλώμαι — ἀμφιθλῶμαι (Α) (για τη σάρκα) συντρίβομαι, συνθλίβομαι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θλῶμαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίθλασμα] … Dictionary of Greek